- στροφικός
- στροφ-ικός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στροφικός — ή, ό / στροφικός, ή, όν, ΝΑ [στροφή] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετρική στροφή ή αυτός που αποτελείται από στροφές 2. φρ. «στροφική ικανότητα» χημ. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει ορισμένες ουσίες να στρέφουν το επίπεδο πόλωσης τού… … Dictionary of Greek