στροφικός

στροφικός
στροφ-ικός, ή, όν,
A fit for turning, turned, v. λίσχροι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στροφικός — ή, ό / στροφικός, ή, όν, ΝΑ [στροφή] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετρική στροφή ή αυτός που αποτελείται από στροφές 2. φρ. «στροφική ικανότητα» χημ. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει ορισμένες ουσίες να στρέφουν το επίπεδο πόλωσης τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”